- προεκλύω
- Α1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.)2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» — να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.)3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη χτυπήματος4. ελευθερώνω προηγουμένως5. εξαντλώ, κουράζω προηγουμένως («προεκλῡσαι τῷ κόπῳ τὰ σώματα τῶν πολεμίων», Πολ.)6. (για απόσταση) εξασθενώ τη δύναμη βλήματος ή ήχου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκλύω «λύνω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.